H ιστορία της Bugatti στο Le Mans

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη διοργάνωση των θρυλικών 24 Ωρών του Le Mans, θυμόμαστε την ένδοξη ιστορία της Bugatti στον αγώνα, η οποία έχει κατακτήσει δύο νίκες.

H ιστορία της Bugatti στο Le Mans

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη διοργάνωση των θρυλικών 24 Ωρών του Le Mans, θυμόμαστε την ένδοξη ιστορία της Bugatti στον αγώνα, η οποία έχει κατακτήσει δύο νίκες.

Φέτος, ο 24ωρος αγώνας του Le Mans, η πιο διάσημη ίσως δοκιμασία αυτοκινήτων και οδηγών στον κόσμο, γιορτάζει την εκατονταετηρίδα του. Και σε αυτά τα 100 χρόνια ιστορίας, ο θρύλος της Bugatti είναι συνυφασμένος με τον αγώνα, από την πρώτη κιόλας διοργάνωσή του το 1923. Την εναρκτήρια χρονιά, η Bugatti συμμετείχε με δύο Brescia 16S, το ένα εκ των οποίων οδηγούσαν οι Max de Pourtalès και Sosthène de La Rochefoucauld.

Η Brescia ήταν ένα αυτοκίνητο που φημιζόταν για το μικρό του βάρος και την ακλόνητη αξιοπιστία του, σε μια εποχή που πολλά αγωνιστικά αυτοκίνητα ήταν μεγάλα και δυσκίνητα. Παρότι η βροχή έπληξε τον αγώνα για ολόκληρο σχεδόν το 24ωρο, η Brescia που οδηγούσαν οι de Pourtalès και de La Rochefoucauld εξασφάλισε έναν τερματισμό στην πρώτη δεκάδα.

Η Bugatti επέστρεψε στο Circuit de la Sarthe, όπου διεξάγονται μέχρι σήμερα οι 24 ώρες του Le Mans, το 1930 με μία Type 40, το οποίο οδηγούσε η ιδιώτης Odette Siko. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Siko και η συγκυβερνήτης της Marguerite Mareuse αγωνίστηκαν ως γυναικείο δίδυμο, σε μια εποχή που πολλοί πίστευαν ότι οι γυναίκες απλώς δεν ήταν ικανές να ολοκληρώσουν έναν τόσο εξαντλητικό αγώνα.

Αλλά με αποφασιστικότητα και ικανότητα, το πρωτοπόρο δίδυμο κατέκτησε την αξιέπαινη 7η θέση. Τα κατορθώματά τους στο Le Mans ήταν μόνο ένα παράδειγμα τολμηρών γυναικών που αγωνίζονταν στο υψηλότερο επίπεδο του μηχανοκίνητου αθλητισμού με οχήματα Bugatti, με θρυλικές φιγούες όπως η Hellé Nice και η Eliška Junkov να τις πλαισιώνουν.

Τα επόμενα χρόνια, η Bugatti είχε ανάμεικτη τύχη στις 24 Ώρες του Le Mans. Παρά μια σειρά από καλές επιδόσεις ( το 1932, το 1934 και 14η το 1935) δεν συνδυάστηκαν ποτέ όλα τα συστατικά για ένα βάθρο στο Le Mans. Αλλά όλα αυτά θα άλλαζαν με τον πιο εκπληκτικό τρόπο το 1937. Ως απάντηση στους νέους κανονισμούς που έθεσαν οι διοργανωτές των 24 Ωρών του Le Mans το 1936, η Bugatti ξεκίνησε αμέσως να προετοιμάζει ένα νέο αγωνιστικό αυτοκίνητο, την Type 57 Grand Prix.

Το αυτοκίνητο αυτό, το όνομα του οποίου συντομεύτηκε αργότερα σε Type 57G, σχεδιάστηκε για μηχανοκίνητο αθλητισμό υψηλού επιπέδου, εξοπλισμένο με έναν 8κύλινδρο εν σειρά κινητήρα 3.266 κ. εκ., ικανό να αποδώσει 170 ίππους. Η βασική δομή του αυτοκινήτου διέθετε ένα διάτρητο πλαίσιο για την εξοικονόμηση βάρους. Διέθετε αεροδυναμικό αμάξωμα από κράμα μαγνησίου που περιέκλειε και τους τροχούς. Αυτή η χαρακτηριστική μορφή οδήγησε στο αυτοκίνητο που ονομάστηκε χαϊδευτικά «Tank». Στην εμβληματική πίσω ευθεία του Circuit de La Sarthe, είχε τελική ταχύτητα σχεδόν 220 χλμ./ώρα.

Ο Jean-Pierre Wimille, ο εξαιρετικός μεταπολεμικός Γάλλος οδηγός, σε συνεργασία με τον Robert Benoist, έναν από τους κορυφαίους Γάλλους οδηγούς του μεσοπολέμου, οδήγησαν το αυτοκίνητο σε μια εκπληκτική νίκη. Τερμάτισαν τον αγώνα έχοντας διανύσει περίπου 100 χιλιόμετρα περισσότερα από το αυτοκίνητο που κατέλαβε τη δεύτερη θέση. Η πρώτη νίκη της Bugatti στο Le Mans ήρθε και με νέο ρεκόρ απόστασης, καθώς οι Wimille και Benoist διένυσαν 3.287 χιλιόμετρα.

Αν και η Bugatti αναγκάστηκε να εγκαταλείψει από τον αγώνα του 1938 λόγω τεχνικών προβλημάτων, το 1939 επέστρεψε με τον Wimille στην πίστα του Le Mans, αυτή τη φορά με έτερο μέλος του πληρώματος τον Pierre Veyron, οδηγώντας μια εξέλιξη της Type 57G.

Κάτω από το βελτιωμένο αμάξωμα της Type 57C υπήρχε ένας αναβαθμισμένος 8κύλινδρος κινητήρας που απέδιδε περίπου 200 ίππους. Αυτό επέτρεπε ταχύτητες άνω των 255 χλμ./ώρα στην ευθεία και, μέσω πρόσθετων αναβαθμίσεων, η Bugatti κατάφερε να μειώσει το βάρος του καπό. Επίσης, βελτιώθηκαν και άλλα μέρη, όπως ο πίσω άξονας, και ο στροφαλοφόρος του κινητήρα.

Από την αρχή του αγώνα, η Bugatti αντιμετώπισε τεράστιο ανταγωνισμό από τον Raymond Sommer με μια νέα Alfa Romeo. Ο ίδιος προηγήθηκε στον αγώνα από την αρχή, αλλά ο Wimille οδηγούσε εξαιρετικά, συντηρώντας παράλληλα τα ελαστικά και τα φρένα του. Μέχρι αργά το βράδυ, τα αυτοκίνητα οδηγούσαν με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα.

Στη σκληρή μάχη των Sommer και Wimille για την πρώτη θέση προστέθηκαν σύντομα οι Louis Gérad και Georges Monnert, οδηγοί της Delage. Αλλά το αυτοκίνητό τους δεν άντεξε την πίεση. Το πρωί της Κυριακής, ένα πρόβλημα στον κινητήρα τους ανάγκασε να σταματήσουν στα pits. Εντωμεταξύ, ο Pierre Veyron συνέχισε, πιέζοντας την Type 57 C «Tank» γύρο με γύρο.

24 Ώρες Le Mans 1939 - Jean-Pierre Wimille & Pierre Veyron (Bugatti Type 57C)

Με μια απόσταση πίστας σχεδόν 13,5 χιλιομέτρων ανά γύρο, ο Wimille και η Veyron κάλυψαν 3.354 χιλιόμετρα (248 γύρους) σε 24 ώρες, γεγονός που τους χάρισε μια εντυπωσιακή νίκη. Η Bugatti πέτυχε μέση ταχύτητα 139 χλμ./ώρα, και το δεύτερο αυτοκίνητο του αγώνα ήταν τρεις γύρους πίσω ενώ το 3ο ήταν 9 γύρους πίσω. Από τα 42 αυτοκίνητα που ξεκίνησαν, μόνο 20 πέρασαν τη γραμμή του τερματισμού.

Ο Ettore Bugatti θα ισχυριζόταν αργότερα ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι μηχανικοί δεν χρειάστηκε να ανοίξουν το καπό ούτε μία φορά, τόσο αξιόπιστος ήταν ο 8κύλινδρος κινητήρας. Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε μια δεκαετή παύση για τις 24 Ώρες του Le Mans.

Δεν εμφανίστηκε ξανά Bugatti στο θρυλικό αγώνα έως το 1994, ακριβώς 55 χρόνια μετά την τελευταία νίκη της μάρκας του Molsheim. Το αυτοκίνητο με το οποίο συμμετείχε ήταν μια EB110 Super Sport, η οποία, είχε ατύχημα λόγω τεχνικού προβλήματος και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τον αγώνα.

Φέτος, καθώς οι 24 Ώρες του Le Mans γιορτάζουν την εκατονταετηρίδα τους, η Bugatti εμφανίζεται στο Circuit de la Sarthe για άλλη μια φορά, με το δυναμικό δημόσιο ντεμπούτο της Bolide, οδηγώντας έναν γύρο στην πίστα το απόγευμα του Σαββάτου.

Bugatti EB110S "Le Mans" (1994)

Google News icon
Ακολουθήστε το MotorOne.gr στο Google News για άμεση και έγκυρη ενημέρωση!