Κατακτώντας το Πρωτάθλημα Κατασκευαστών φέτος στη Formula 1, η McLaren επέστρεψε στην κορυφή για πρώτη φορά έπειτα από 26 χρόνια. Με 6 νίκες, 8 pole position, και δύο «1-2» φέτος, η McLaren πανηγύρισε το 9ο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών στην πλούσια ιστορία της (1974, 1984, 1985, 1988, 1989, 1990, 1991, 1998, 2024). Είναι άλλωστε η δεύτερη παλαιότερη ομάδα της F1 μετά τη Ferrari, έχοντας κάνει το ντεμπούτο της στο GP Μονακό το 1966. Φέτος συμπλήρωσε 50 χρόνια από την κατάκτηση του πρώτου της Πρωταθλήματος Κατασκευαστών και περίμενε περισσότερο από το μισό εξ αυτού του χρονικού διαστήματος για να πανηγυρίσει ξανά κάτι τέτοιο.
Για να αναλογιστείτε το κατόρθωμα της McLaren, το 1998, που κατέκτησε τελευταία φορά το Πρωτάθλημα Κατασκευαστών, ο Lando Norris και ο Oscar Piastri, οι οδηγοί της φέτος, δεν είχαν καν γεννηθεί! Μάλιστα, πριν από την φετινή σεζόν, κανείς από τους δύο δεν είχε κατακτήσει ούτε μία νίκη στην F1. Από το 1962 και την BRM είχε ένας Κατασκευαστής να κατακτήσει το Πρωτάθλημα με οδηγούς χωρίς νίκη, τότε που ο Graham Hill στέφθηκε Πρωταθλητής Οδηγών για πρώτη φορά, έχοντας πανηγυρίσει την πρώτη του νίκη στον εναρκτήριο αγώνα της σεζόν, το GP Ολλανδίας.
Τα τελευταία 15 χρόνια (από το 2009), καμία άλλη ομάδα πέραν των Red Bull και Mercedes (ή την προηγούμενη ενσάρκωσή της, την Brawn) δεν είχε κατακτήσει τίτλο. Η τελευταία φορά που McLaren και Ferrari πάλεψαν για το στέμμα ήταν το 2008, τότε που ο Lewis Hamilton κατέκτησε το τελευταίο Πρωτάθλημα Οδηγών για τη βρετανική ομάδα. Επίσης, αυτή είναι η πρώτη φορά στην εποχή των σύγχρονων υβριδικών V6 μονάδων ισχύος (από το 2014) που μία πελατειακή (και όχι εργοστασιακή) ομάδα κατάφερε να κατακτήσει τον τίτλο.
Η McLaren κατάφερε να επισκιάσει την εργοστασιακή ομάδα της Mercedes με τις ίδιες μονάδες ισχύος, λιγότερο προσωπικό και μικρότερο budget. Πρόκειται για την πρώτη επιτυχία της βρετανικής ομάδας έπειτα από την εποχή του Ron Dennis και σε έναν από τους ανθρώπους που θα πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα είναι ο ενθουσιώδης Αμερικανός CEO Zak Brown, που όχι μόνο έσωσε τη McLaren οικονομικά, αλλά την επέκτεινε και σε άλλες μορφές μηχανοκίνητου αθλητισμού, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τον Dennis.
Έτσι ξεκίνησε η «3η εποχή» της McLaren έπειτα από την αρχική, υπό τον ιδρυτή της Bruce McLaren, που συνεχίστηκε και έπειτα από το θάνατο του (1970) υπό τη διοίκηση του Αμερικανού Teddy Mayer, έως το 1980, που εμφανίστηκε ο Ron Dennis στο προσκήνιο και παρέμεινε στο πηδάλιό της έως το τέλος του 2017.
The 26 year wait is over…
McLaren stand as the top team once again ☝️#F1 pic.twitter.com/1YqREHjz5k
— Formula 1 (@F1) December 8, 2024
Η συμβολή του Zak Brown
Ο Brown δημιούργησε ένα πολύ πιο ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον εντός της ομάδας από την αποστειρωμένη ιδεοψυχαναγκαστική προσέγγιση του Dennis. Την παρέλαβε το 2018, έπειτα από την αποτυχία της συνεργασίας με την Honda, όπου η McLaren του Dennis προσπάθησε να επιβάλλει τους δικούς της όρους και δεν είχε διαγνώσει τα υστερήματα στη δική της απόδοση, έχοντας καταλήξει στην προτελευταία (9η) θέση του Πρωταθλήματος Κατασκευαστών το 2017.
Το 2018 ήταν η χρονιά μετάβασης στις μονάδες ισχύος της Renault, η οποία διήρκεσε μόλις τρεις σεζόν, παρότι η McLaren βρέθηκε στην 3η θέση του Πρωταθλήματος Κατασκευαστών το 2020. To 2019 είχε φέρει τον Lando Norris στην ομάδα, πιστεύοντας στο ταλέντο του Βρετανού. Ο Brown σύντομα επανέφερε επίσης τις μονάδες ισχύος της Mercedes για το 2021 και ήταν μία από τις βασικές κινήσεις που έθεσαν τα θεμέλια για τη φετινή επιτυχία.
Στην εποχή του Dennis, η Mercedes κατείχε το 40% των μετοχών της McLaren, αλλά όταν η Brawn κατέκτησε τον τίτλο του 2019, η γερμανική εταιρεία αποφάσισε να αγοράσει την ομάδα του Brackley και να την κάνει την εργοστασιακή της, ολοκληρώνοντας μία συνεργασία που διήρκεσε 20 χρόνια (1995-2014). Ο Brown ξεπέρασε την υπερηφάνεια του Dennis για τη διακοπή της συνεργασίας με τη Mercedes, και κοίταξε το συμφέρον της ομάδας.
Ο Brown παρέλαβε μία ομάδα χωρίς βασικό σπόνσορα και ενώ ο Dennis αψηφούσε περίτρανα το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενες εταιρείες δεν ήταν διατεθειμένες να καταβάλουν τα υπέρογκα ποσά που απαιτούσε. Ο Αμερικανός, με τελείως διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά τις εμπορικές συμφωνίες, δεν δίστασε να γεμίσει το μονοθέσιο με μικρά αυτοκόλλητα, που αντιστοιχούσαν σε μικρές χορηγίες οι οποίες μαζί συνέθεταν ένα επαρκές budget. Με αυτό τον τρόπο, ο Brown έφερε στην F1 εταιρείες -κυρίως από τις ΗΠΑ- εταιρείες-γίγαντες για σπόνσορες, βεληνεκούς Coca Cola, Dell, Google, Jack Daniel’s και Mastercard.
Ωστόσο, το 2020 ξέσπασε η πανδημία του Covid-19 και αυτό οδήγησε τη McLaren σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία ο Brown διαχειρίστηκε άψογα, πουλώντας μέρος της ιστορικής συλλογής κλασικών μονοθεσίων της ομάδας, καθώς και το εργοστάσιό της στο Woking (το οποίο πλέον ενοικιάζει από τους νέους ιδιοκτήτες για να χρησιμοποιεί), και κατάφερε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα δάνεια για να συνεχιστεί η λειτουργία απρόσκοπτα.
Ο Brown κλήθηκε να αντιμετωπίσει επίσης το θάνατο του Mansour Ojjeh, του πολύ σημαντικού μετόχου και επί δεκαετίες συνεταίρου του Ron Dennis, ο οποίος όμως είχε φροντίσει να εκθρονίσει τον Βρετανό και να εξασφαλίσει το μέλλον της ομάδας πριν φύγει από τη ζωή το καλοκαίρι του 2021. Λίγο αργότερα ακολούθησε και η πώληση του τμήματος προηγμένων τεχνολογιών της McLaren Applied Technologies, ενώ φέτος το Μάρτιο, η εταιρεία Mumtalakat, δηλαδή το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Βασιλείου του Μπαχρέιν απέκτησε την πληρότητα των μετοχών του Ομίλου της McLaren.
Ο Brown, έχοντας φέρει τον Andreas Seidl από την -πολύ επιτυχημένη- εργοστασιακή ομάδα της Porsche στο WEC για επικεφαλής της ομάδας, έθεσε τις βάσεις για την ανάκαμψη της McLaren καθώς και την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων του Woking (αεροδυναμική σήραγγα και προσομοιωτή). Το 2021 η McLaren σημείωσε την πρώτη της νίκη έπειτα από 9 χρόνια.
Ήταν πολύ σωστή κίνηση να τερματίσει το συμβόλαιο του Daniel Ricciardo ένα έτος νωρίτερα και να τον αντικαταστήσει με τον Oscar Piastri, τον οποίο κατάφερε να αποσπάσει… κάτω από τη μύτη της Alpine και τώρα ο Αυστραλός έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο ελπιδοφόρους οδηγούς της νέας γενιάς, μέσα σε μόλις δύο σεζόν.
Όταν ανέλαβε ο Andrea Stella
Ωστόσο, η καλύτερη ίσως κίνηση που έκανε ο Brown ήρθε στο τέλος του 2022, όταν o Seidl αναχώρησε για τη Sauber/Audi. Αυτή ήταν να αντικαταστήσει τον Γερμανό με τον Andrea Stella. Ο Brown είχε κάνει κάτι που λίγα χρόνια νωρίτερα, θα ήταν αδιανόητο για τη McLaren: τοποθέτησε έναν Ιταλό -και μάλιστα πρώην εργαζόμενο στη Ferrari, δηλαδή το στρατόπεδο του… ορκισμένου εχθρού του Dennis- να διευθύνει την ομάδα. Ο Stella, πρώην μηχανολόγος αγώνα του Michael Schumacher και ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο είχε φέρει στη McLaren ο Fernando Alonso μαζί του από το Maranello.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Stella όταν ανέλαβε επικεφαλής της ομάδας, ήταν να αλλάξει τη διοίκηση και τη διάρθρωση του τεχνικού τμήματος, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον τεχνικό διευθυντή James Key για το γεγονός ότι η ομάδα ξεκίνησε το 2022 πολύ άσχημα με σημαντικά προβλήματα στο σύστημα πέδησης, αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς διαφορετικό αεροδυναμικό concept έπειτα από την αλλαγή τεχνικών κανονισμών για το 2023, με την ανύψωση των άκρων του δαπέδου των μονοθεσίων. Είχε γίνει εμφανές ότι το προηγούμενο concept δεν θα λειτουργούσε με τις νέες συνιστώσες και σήμαινε ότι η McLaren θα ξεκινούσε το 2023 με ημιτελές μονοθέσιο.
Μόλις στον 9ο γύρο της περυσινής σεζόν, το GP Αυστρίας, κατάφερε να παρουσιάσει το μονοθέσιο με το οποίο θα ήθελε να έχει ξεκινήσει τη σεζόν. Αυτός ο αγώνας όμως ήταν το σημείο που η McLaren γύρισε σελίδα στην πρόσφτη ιστορία της και από μία ομάδα μέσου βεληνεκούς, έχτισε τις βάσεις με τις οποίες το μονοθέσιό της έγινε το φόβητρο της κυρίαρχης Red Bull έως το τέλος της σεζόν του 2023.
Παρότι χρησιμοποιούσε ακόμα την αεροδυναμική σήραγγα της Toyota Gazoo Racing στην Κολωνία της Γερμανίας, με την καθυστέρηση που συνεπαγόταν αυτό, κάθε -μεγάλη- αναβάθμιση που παρουσίασε η McLaren το 2023 λειτούργησε πολύ καλά και βελτίωσε σημαντικά την απόδοση του μονοθεσίου. Επίσης, o Stella κατάφερε να αποσπάσει ένα πολύ σημαντικό μέλος της τεχνικής dream team της Red Bull, τον Rob Marshall.
H σεζόν του 2024
Η McLaren όμως δεν κατάφερε να συνεχίσει με αυτή τη φόρμα στο ξεκίνημα της φετινής σεζόν, όπου και πάλι καθυστέρησε να παρουσιάσει τις τεχνικές λύσεις που θα την έκαναν να πρωταγωνιστήσει. Αυτό συνέβη στο GP Μαϊάμι, όπου ο Lando Norris κατέκτησε την πρώτη του νίκη, με τη βοήθεια του αυτοκινήτου ασφαλείας.
Παροπλισμένη με την καινούργια αεροδυναμική της σήραγγα, η McLaren είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στο Μαϊάμι μία πιο εύκαμπτη εμπρός αεροτομή, η οποία βελτίωσε την ισορροπία του μονοθεσίου μεταξύ γρήγορων και αργών στροφών (μειώνοντας την υπερστροφή στις πρώτες και την υποστροφή στις δεύτερες), και η McLaren θα γινόταν σύντομα το ταχύτερο μονοθέσιο του grid.
Ωστόσο, από το τέλος της άνοιξης έως την αρχή του φθινοπώρου, η McLaren έδειξε την απειρία της στη στρατηγική διαχείριση των αγώνων όταν διακυβεύονται νίκες. Θα έπρεπε να έχει κερδίσει το GP Καναδά (όπου καθυστέρησε να αντιδράσει σε μία επέμβαση του αυτοκινήτου ασφαλείας που θα μπορούσε να έχει εύκολα προβλεφθεί) και να έχει σημειώσει το «1-2» στο GP Μ. Βρετανίας, αν δεν είχε διαπράξει… αυτοκτονικά λάθη στην επιλογή στρατηγικής (για τον Piastri) και σετ ελαστικών (στο τελικό stint για τον Norris). Επίσης, δυσκολεύτηκε να διαχειριστεί την… «ανταρσία» του Norris στο GP Ουγγαρίας, όπου ο Piastri είχε χτίσει τα θεμέλια για τη νίκη και η ομάδα αντέστρεψε τις θέσεις μεταξύ τους μέσω στρατηγικής.
Στο GP Ιταλίας πέταξε άλλο ένα «1-2» στα σκουπίδια. Με το… χρόνιο πρόβλημα του Norris στις εκκινήσεις και τη διαχείριση του 1ου γύρου όταν εκκινούσε από την pole position, ο Piastri κατάφερε να αποσπάσει την πρωτοπορία από τον team-mate του και να τον ρίξει στην 3η θέση. Με τη McLaren να δεσμεύει τη στρατηγική του Αυστραλού σε δύο pit stop, προσπαθώντας να επαναφέρει τον Norris στη 2η, έχασε τη νίκη από τον Charles Leclerc και τη Ferrari, ο οποίος επισκέφθηκε τα pits μόνο μία φορά. Αλλά στο GP Αζερμπαϊτζάν, o Piastri επέστρεψε -καθαρά με δικές του ενέργειες- στην ομάδα τη νίκη που είχε κοστίσει στη Monza.
Η McLaren πίεσε τα όρια των τεχνικών κανονισμών φέτος περισσότερο ίσως από κάθε ομάδα, πέραν από την εύκαμπτη εμπρός αεροτομή, και με την πίσω αεροτομή με μίνι-DRS, η οποία έφερε ορισμένα πολύ σημαντικά αποτελέσματα σε γρήγορες πίστες πριν απαγορευθεί από τη FIA. Σε αυτή την προσέγγιση εκτιμάται ότι συνέβαλε σημαντικά η προσθήκη του Rob Marshall.
Επίσης, η McLaren αποδείχθηκε ευέλικτη όταν διαπιστώθηκε ότι η πρόσληψη του David Sanchez από τη Ferrari δεν θα λειτουργούσε κατά το επιθυμητό, καθώς ο Γάλλος πίστευε ότι θα έχει περισσότερο έλεγχο και ήταν δύσκολος στη συνεργασία. Ο Stella τον αποδέσμευσε μέσα σε τρεις μήνες, έχοντας το θάρρος να παραδεχθεί το λάθος και να προχωρήσει. Στον τεχνικό τομέα, η McLaren άλλαξε λίγο προσέγγιση όσον αφορά την παρουσίαση αεροδυναμικών αναβαθμίσεων, περιμένοντας να σιγουρευτεί ότι λειτουργούν κατά το επιθυμητό πριν τις κατεβάσει στην πίστα, αποφεύγοντας λάθη που έκαναν οι υπόλοιπες τρεις κορυφαίες ομάδες με τις εξελίξεις τους.
Στο τέλος της χρονιάς, η McLaren παραδέχθηκε ότι ο Norris δεν ήταν έτοιμος να διεκδικήσει τον τίτλο οδηγών φέτος, αλλά και η ίδια η ομάδα ήταν ανώριμη όσον αφορά τη διαχείριση ενός τόσο καλού μονοθεσίου, της ανταγωνιστικότητας που προκάλεσε μεταξύ των οδηγών της και των κρίσιμων για τη στρατηγική αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ο συνδυασμός από τα λάθη και των δύο κόστισαν τη δυνατότητα διεκδίκησης και του Πρωταθλήματος Οδηγών.
Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι φέτος η McLaren έγινε η πρώτη ομάδα στην ιστορία της Formula 1 που δεν είχε καμία εγκατάλειψη κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης χρονιάς στην ιστορία. Ακόμα και αν δεν πέρασε τη γραμμή του τερματισμού στο GP Αυστρίας ο Norris συμπεριλήφθηκε στην τελική κατάταξη του αγώνα, έχοντας συμπληρώσει το 95% της συνολικής απόστασης.
Ο Oscar Piastri έγινε επίσης ο πρώτος οδηγός στην ιστορία που δεν είναι Πρωταθλητής και συμπλήρωσε όλους τους αγωνιστικούς γύρους μιας σεζόν, και μόλις τρεις οδηγοί πριν από αυτόν το έχουν καταφέρει: ο Michael Schumacher το 2002 με τη Ferrari, ο Lewis Hamilton το 2019 με τη Mercedes και ο Max Verstappen με τη Red Bull πέρυσι. Αμφότεροι οι οδηγοί σημείωσαν βαθμούς σε όλα τα αγωνιστικά Σαββατοκύριακα της φετινής σεζόν.
Συνεχής βελτίωση
O Stella έχει υιοθετήσει μία πολύ λειτουργική προσέγγιση ενδοσκόπησης και αξιολόγησης των περασμένων λαθών ως κατευθύνσεις που μπορούν να βελτιωθούν. Άλλωστε, απέσπασε έναν από τους δύο επικεφαλής στρατηγικής της Red Bull φέτος, τον Will Courtenay, ο οποίος σίγουρα θα βοηθήσει να βελτιωθεί η McLaren στον τομέα αυτό.
Η McLaren δεν… υπέκυψε στον πειρασμό της επιβολής εντολών ομάδας πολύ νωρίς στη σεζόν για να ευνοήσει τον Norris στη διεκδίκηση του τίτλου οδηγών. Κάποιοι θεώρησαν λανθασμένη την επιλογή αυτή, ωστόσο ο Stella φαίνεται ότι ήθελε να διατηρήσει συγκεκριμένες ισορροπίες εντός της ομάδας, βλέποντας ίσως ότι πολύ σύντομα ο Piastri ενδεχομένως να έχει τη σταθερότητα που απαιτείται για να διεκδικήσει και αυτός τον τίτλο οδηγών. Ο Ιταλός δεν θέλει να καθορίσει de facto No. 1 και No. 2 οδηγό πρόωρα και αυτό είναι διορατικό δείγμα.
Ίσως κάποιοι να πιστεύουν ότι η McLaren θα έπρεπε να είναι ήδη έτοιμη φέτος να διεκδικήσει αμφότερους τους τίτλους. Αλλά υπενθυμίζουμε ότι κατέκτησε το Πρωτάθλημα Κατασκευαστών με δύο οδηγούς που δεν είχαν γευτεί τη χαρά της νίκης πριν από τη φετινή σεζόν, ο ένας εκ των οποίων βρισκόταν μόλις στη 2η σεζόν του -και κατέκτησε δύο νίκες- ενώ κανένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της αγωνιστικής ομάδας, πέραν από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είχε κάνει μέχρι στιγμής πρωταθλητισμό.
Σίγουρα βασιζόμενος στη δουλειά που είχε γίνει πριν αναλάβει τα ηνία της ομάδας, ο Stella κατάφερε να την οδηγήσει σε Πρωτάθλημα μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Η ορθολογική, ψύχραιμη και ρεαλιστική σκοπιά του για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνονται τα πράγματα καθώς και οι σωστές προσλήψεις τεχνικών, έχουν φέρει στη McLaren στην κορυφή. Ωστόσο, ο Stella βλέπει παντού στην ομάδα δυνατότητες βελτίωσης και αυτό θα πρέπει να ανησυχεί τους αντιπάλους της McLaren ενόψει του 2025, που προβλέπεται άκρως ανταγωνιστικό.