Ο δισεκατομμυριούχος Dietrich «Didi» Mateschitz έχασε τη μάχη ενάντια σε μια μακροχρόνια, σοβαρή ασθένεια σε ηλικία 78 ετών. Επρόκειτο για τον πιο επιτυχημένο επιχειρηματία της Αυστρίας, έπειτα από την παγκόσμια επιτυχία που σημείωσε το ενεργειακό ποτό Red Bull. Υπό την ιδιοκτησία της εταιρείας λειτουργούν 2 ομάδες της Formula 1, η ομώνυμη και η AlphaTauri, ενώ στην εταιρεία ανήκει και η πίστα του Spielberg, όπου διεξάγεται το GP Αυστρίας.
Για σχεδόν 30 χρόνια, το αφεντικό της Red Bull από τη Στυρία και η εταιρεία ενεργειακών ποτών χρηματοδότησαν υποστήριξαν κάθε πιθανή σειρά αγώνων αυτοκινήτου, από τη Formula 1 μέχρι τα WRC, NASCAR, τα Πρωταθλήματα Superbike, Motocross, DTM, καθώς και το Ράλλυ Ντακάρ. Επίσης, αγόρασε την πίστα του Α1 Ring (πρώην Österreichring) και την αναβίωσε ως Red Bull Ring το 2011, με το GP Αυστρίας της Formula 1 και του MotoGP να επιστρέφουν εκεί.
Ο Mateschitz γεννήθηκε το 1944 και οι γονείς του ήταν δάσκαλοι δημοτικού. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Παγκόσμιου Εμπορίου στη Βιέννη με πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων. Δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής φοιτητής και σπούδασε για 10 χρόνια, τα δύο πρώτα εκ των οποίων με βάση τη ναυπηγική. Σε ηλικία 28 ετών ξεκίνησε την καριέρα του στο μάρκετινγκ. Στη συνέχεια έγινε διευθυντής μάρκετινγκ στην Unilever, στην Jacobs Kaffee και στη γερμανική εταιρεία παραγωγής οδοντόκρεμας Blendax.
Κατά τη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού στην Ασία το 1982, ο Αυστριακός ξεφύλλισε τους «Financial Times Asia» και έπεσε πάνω σε έναν κατάλογο με τους πλουσιότερους φορολογούμενους στην Ασία, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι κατασκευαστές ενεργειακών ποτών. Ως εκπαιδευμένος οικονομολόγος επιχειρήσεων, ο Mateschitz αναγνώρισε γρήγορα έναν επικερδή επιχειρηματικό κλάδο που δεν είχε ανθίσει ακόμα στον υπόλοιπο κόσμο.
Για τον Αυστριακό ήταν ξεκάθαρο για και πολύ καιρό: δεν ήθελε να πουλάει οδοντόκρεμα για πάντα. «Στα 38 μου αναρωτήθηκα αν ήθελα να συνεχίσω έτσι. Αν περνάς έξι μήνες το χρόνο σε ξενοδοχεία και είσαι μέλος μιας μεγάλης εταιρείας, νιώθεις στα βάθη της καρδιάς σου τον επαναστάτη που είναι μόνο υπό όρους προσαρμόσιμος. Αυτό το αίσθημα ανεξαρτησίας και ελευθερίας με στοίχειωσε τότε και με στοιχειώνει ακόμα και σήμερα», είχε δηλώσει
Ο διορατικός Mateschitz ήρθε σε επαφή με τον Ταϊλανδό Chaleo Yoovidhya, ο οποίος παρήγαγε το ποτό «Krating Daeng» (κόκκινος ταύρος) και το πωλούσε στην πατρίδα του. Το κατανάλωναν συχνά οι οδηγοί φορτηγών που έπρεπε να μείνουν ξύπνιοι για μεγάλα διαστήματα σε υπερβολική ζέστη. Το ποτό που περιείχε καφεΐνη και ταυρίνη πωλούνταν στην Ταϊλάνδη σε γυάλινο μπουκάλι με βιδωτό καπάκι. Το προϊόν άρεσε στον Mateschitz και πρότεινε στον Yoovidhya να λανσάρει το Red Bull παγκοσμίως.
Μαζί με τον ιδιοκτήτη του ταϊλανδικού παραγωγού TC Pharmaceutical, Chaleo Yoovidhya, ο Mateschitz ίδρυσε το 1984 την Red Bull GmbH συμβάλλοντας μόνο 500.000 δολάρια στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας,με έδρα το Fuschl κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Η συνταγή άλλαξε ελαφρώς, καθώς προστέθηκε επίσης διοξείδιο του άνθρακα. Ο Mateschitz κατείχε πάντα το 49% της Red Bull, το 51% παρέμεινε στα χέρια της οικογένειας Yoovidhya.
Το λανσάρισμα στην αγορά της Αυστρίας πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 1987. Ο νέος επιχειρηματίας Dietrich Mateschitz επεξεργαζόταν επί σχεδόν τρία χρόνια τη συνταγή του Red Bull. Φρόντισε για την επαγγελματική τοποθέτηση της μάρκας, τη συσκευασία, μια ιδέα μάρκετινγκ και, πάνω απ’ όλα, υποδειγματικές πωλήσεις.
Η εικόνα της εταιρείας σύντομα προωθήθηκε μέσω επιδέξιων αθλητικών χορηγιών. Λόγω των περιορισμένων πωλήσεων κύκλου εργασιών αρχικά, επιλέχθηκαν μόνο περιθωριακά αθλήματα για τη διαφήμιση προϊόντων, όπως το κανό, το σνόουμπορντ, το τρίαθλο, τα αγωνιστικά έλκηθρα και το άλμα με σκι. Επίσης, ο στενός φίλος του Mateschitz και οδηγός της Formula 1, Gerhard Berger (αργότερα συνιδιοκτήτη της Toro Rosso) προωθούσε τη Red Bull -μέσω προσωπικής συμφωνίας- από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Όταν όμως με τον -επίσης Αυστριακό- Karl Wendlinger που οδήγησε στη Formula 1 για την ελβετική ομάδα της Sauber το 1993, που η Red Bull επένδυσε για πρώτη φορά ποσό ύψους περίπου 73.000 ευρώ για έναν μεμονωμένο αθλητή. Ένα ορόσημο στην ιστορία της εταιρείας. Με την πάροδο των ετών, οι χορηγίες στον μηχανοκίνητο αθλητισμό έγιναν πιο πολύπλοκες, δαπανηρές και ελκυστικές.
Το 1997, η Red Bull ανέλαβε την κορυφαία ομάδα της Yamaha στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μοτοσικλετών με τους Πρωταθλητές μοτοσικλετών Luca Cadalora και Troy Corser. Το 1998, ο Νεοζηλανδός Simon Crafar κέρδισε το πρώτο Grand Prix 500 κ. εκ. για τη Red Bull στο Donington. Ο Mateschitz πέταξε με ιδιωτικό αεροπλάνο από το Σάλτσμπουργκ στο East Midlands το πρωί της Κυριακής και παρακολούθησε ζωντανά την επιτυχία με ενθουσιασμό.
Στο πλήθος κάτω από το βάθρο, κανείς δεν αναγνώρισε τον ανερχόμενο επιχειρηματία ενεργειακών ποτών, ο οποίος σπάνια έδινε συνεντεύξεις και δεν εμφανιζόταν ποτέ στην τηλεόραση. Η εταιρεία έπρεπε να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο κατά την άποψή του και όχι ο ιδιοκτήτης. Ως επιχειρηματίας, ο Mateschitz κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό να αγοράζει ομάδες και συλλόγους αντί να χρηματοδοτεί απλώς με χορηγίες.
To 1995, η Red Bull είχε αγοράσει το 60% των μετοχών της ομάδας της Sauber στη Formula 1. Παράλληλα με τη Sauber, ο Mateschitz υποστήριζε επίσης οδηγούς στις μικρότερες κατηγορίες, αρχικά μέσω της συνεργασίας με τον Helmut Marko, ιδιοκτήτη ομάδων Formula 3000 και Formula 3, ο οποίος αργότερα θα γινόταν σύμβουλος της εταιρείας όσον αφορά το μηχανοκίνητο αθλητισμό.
Η σχέση του ιδιοκτήτη της ομάδας της F1, Peter Sauber με τον Mateschitz πήρε την κατιούσα στις αρχές του 2001, όταν ο Ελβετός ήθελε να τοποθετήσει τον άπειρο Kimi Raikkonen στο μονοθέσιο, ενώ το δίδυμο Mateschitz/Marko υποστήριζε τον Βραζιλιάνο οδηγό Enrique Bernoldi. H Red Bull βοήθησε τον Βραζιλιάνο να βρει cockpit στην ομάδα της Arrows.
Ο Mateschitz υποστήριξε επίσης τον Αυστριακό οδηγό Christian Klien να βρει cockpit στην ομάδα της Jaguar το 2004. Η σχέση αυτή εξελίχθηκε προς μια απροσδόκητη κατεύθυνση, όταν στο τέλος του έτους η Ford θέλησε να ξεφορτωθεί την ομάδα του Milton Keynes (όντας αναγκασμένη να απολύσει 15.000 εργαζόμενους στις ΗΠΑ) και να αποχωρήσει από το άθλημα. Ο Mateschitz ήταν πρόθυμος να την αναλάβει έναντι ενός συμβολικού ποσού, ενώ ταυτόχρονα χώριζαν οι δρόμοι της Red Bull με τη Sauber.
Σε μια εμπνευσμένη κίνηση, οι Matescitz και Marko προσέλαβαν τον ιδιοκτήτη της ομάδας Formula 3000 Arden, Christian Horner, για να γίνει τότε ο νεότερος επικεφαλής ομάδας F1. Παράλληλα, προσέλκυσαν τον πρώην οδηγό της McLaren David Coulthard για να πλαισιώσει τον πρώην οδηγό της Jaguar, Mark Webber, στην οδηγική σύνθεση της ομάδας.
Εκείνη την εποχή, ορισμένοι επικριτές αναρωτήθηκαν αν η Red Bull είχε υπερβάλει οικονομικά αγοράζοντας μια ομάδα F1 και κατά πόσο ο Mateschitz είχε καταληφθεί από το πάθος του για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Μόλις ένα χρόνο αργότερα όμως, ο Αυστριακός (που πήγαινε συχνά για σκι με τον τότε πρόεδρο της FIA, Max Mosley) αγόρασε και την ομάδα της Minardi, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, μετονομάζοντάς την σε Toro Rosso. Η γενική ιδέα ήταν να τη χρησιμοποιήσει για την εξέλιξη νέων οδηγών για την κύρια ομάδα, τη Red Bull.
Στο τέλος του 2005, η Red Bull έπεισε τον Adrian Newey να προσχωρήσει σε αυτήν. Στο GP Ιταλίας το 2008, ο Sebastian Vettel κατέκτησε την πρώτη νίκη της οικογένειας της Red Bull, και μάλιστα με μονοθέσιο της δεύτερης ομάδας, Toro Rosso. Με τις αλλαγές στους τεχνικούς κανονισμούς του 2009 και την προσθήκη του Vettel στην ομάδα, η Red Bull, έχοντας επεκτείνει το προσωπικό της και αναβαθμίζοντας τις εγκαταστάσεις της, χτύπησε κορυφή, διεκδικώντας τον τίτλο από την Brawn.
Στη συνέχεια ακολούθησε μία κυριαρχία τεσσάρων ετών (2010-2013) στη Formula 1, όπου η Red Bull -με τη βοήθεια των κινητήρων της Renault– έδειχνε ανίκητη, κατακτώντας τα πάντα. Ωστόσο, οι αλλαγές στους κανονισμούς των μονάδων ισχύος έπιασε απροετοίμαστη τη γαλλική εταιρεία και ξεκίνησε η εποχή κυριαρχίας της Mercedes, την οποία μόλις πέρυσι κατάφερε να σπάσει ο Max Verstappen. Φέτος, η Red Bull θα κατακτήσει και πάλι και τους δύο τίτλου στη Formula 1.
Σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της αυστριακής ομάδας στην κορυφή έπαιξε η συνεργασία με την Honda, έπειτα από την αποτυχημένη επιστροφή της με τη McLaren. Όταν η Honda αποχώρησε επίσημα από τη Formula 1 στο τέλος του 2021, ο Mateschitz δεν δίστασε να εγκρίνει τη δημιουργία ενός τμήματος κατασκευής μονάδων ισχύος, το οποίο ήδη διαθέτει 300 άτομα προσωπικό και δοκιμάζει σε στατικούς πάγκους 6κύλινδρα μοντέλα κινητήρων εσωτερικής καύσης ενόψει του 2026.
Το 2005, η Red Bull αγόρασε επίσης την ποδοσφαιρική ομάδα FC Austria Salzburg και τη μετονόμασε σε FC Red Bull Salzburg. Έκτοτε έχουν πανηγυρίσει 12 πρωταθλήματα (8 συνεχόμενα) και 4 δεύτερες θέσεις. Η Red Bull απέκτησε επίσης την ποδοσφαιρική ομάδα Cosmos της Νέας Υόρκης έχει πλέον στην κατοχή της και ομάδα στη Βραζιλία, τη Red Bull Brasil, σύλλογο της Campinas.
Δημιούργησε επίσης το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα αεροπλάνων Red Bull Air Race. Ο Mateschitz έπαιρνε ο ίδιος όλες τις σημαντικές αποφάσεις μέχρι το τέλος, συνήθως μετά από διαβουλεύσεις με τους πιο έμπιστους και στενούς συνεργάτες του. Η Red Bull υποστηρίζει σήμερα περισσότερους από 800 μεμονωμένους αθλητές σε όλα τα πιθανά αγωνίσματα. Χρηματοδότησε επίσης την ελεύθερη πτώση του Αυστριακού Felix Baumgartner από τη στρατόσφαιρα το 2012.
H Red Bull δημιούργησε επίσης την εταιρεία ενδυμάτων AlphaTauri καθώς και τον όμιλο μέσων ενημέρωσης Red Bull Media House, που περιλαμβάνει τον τηλεοπτικό σταθμό ServusTV, καθώς και περιοδικά (Red Bulletin) και ιστοσελίδες.
Δημιούργησε επίσης μια αυτοκρατορία ιδιωτικών εταιρειών, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο το Red Bull Ring, αλλά και έναν εντυπωσιακό αριθμό κάστρων, ξενοδοχείων, εστιατορίων και άλλων χώρων εστίασης. Δημιούργησε, τον καφέ Afro Coffee και το τσάι Afro Tea, καθώς και τα ποτά Red Bull Organics. Αγόρασε τη ζυθοποιία Thalheimer Bier της Στυρίας και το Trakehner Stud Murtal, έναν πραγματικό παράδεισο για τα άλογα ιπποδρομιών.
Από τον Μάιο του 2022, οι εργασίες για το «Arboretum» στο Zeltweg βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Πρόκειται για το δεύτερο «μελλοντικό δάσος» του ομίλου στο Murtal. Μεταξύ των δύο σπιτιών Mateschitz, του Café Wasserturm και του ξενοδοχείου Steirerschlössl, υψώθηκαν λόφοι, φυτεύτηκαν δεκάδες δέντρα και διαμορφώθηκαν μονοπάτια. Το δάσος είναι πλέον ανοιχτό για το κοινό.
Περίπου 1.100 φυτά (δέντρα και θάμνοι), ορισμένα από τα οποία είναι σπάνια, φυτεύτηκαν στην έκταση δυόμισι εκταρίων μεταξύ των εστιατορίων. Πριν από τρία χρόνια, δημιουργήθηκε το πρώτο δενδροκομείο στο Murtal, σε μια δασική έκταση 30 εκταρίων πίσω από το ξενοδοχείο G’Schlössl στο Lobmingtal. Περίπου 5.000 δέντρα και θάμνοι αποτελούν το «δάσος του μέλλοντος».
Λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, ο Dietrich Mateschitz δεν είχε εμφανιστεί δημοσίως σχεδόν καθόλου, εδώ και ενάμιση χρόνο.