Η ομάδα της Lotus είχε αποδείξει το κέρδος σε αεροδυναμικό φορτίο που μπορούσε να φέρει ο σχεδιασμός ground effect, κατακτώντας με άνεση τον τίτλο του 1978, με τον Αμερικανό Mario Andretti. Ωστόσο, στο σχεδιασμό της Lotus 80 του 1979, η βρετανική ομάδα αντιμετώπισε έντονα προβλήματα porpoising που επανήλθαν στην επικαιρότητα με τα μονοθέσια του 2022. Άλλωστε, ο Andretti ήταν αυτός που εφηύρε τον όρο porpoising, για να παρομοιάσει τη συμπεριφορά του μονοθεσίου με θαλάσσιο κήτος που αναδύεται και βυθίζεται στο νερό.
Οι άλλες ομάδες είχαν ανακαλύψει τι ακριβώς είχε κάνει η Lotus με τα προηγούμενα μονοθέσιά της (78 και 79) και δημιούργησαν και αυτές «wing cars». Ο Jacques Laffite με τη Ligier JS11 είχε ξεκινήσει πολύ δυνατά τη σεζόν, με δύο συνεχόμενες νίκες σε Αργεντινή και Βραζιλία. Θα παρέμεναν όμως οι μόνες που θα είχε τη δυνατότητα να κατακτήσει o Γάλλος εκείνη τη σεζόν, ενώ ο team-mate του -και συμπατριώτης του- Patrick Depailler επικράτησε στον 5ο αγώνα της σεζόν, το GP Ισπανίας.
Παρότι ο φαρδύς 12κύλιδνρος «boxer» κινητήρας της Ferrari δεν ήταν ιδανικός για μονοθέσια ground effect, καθώς παρεμπόδιζε τα τούνελ Venturi, η Scuderia κατάφερε να κατακτήσει αμφότερους τους τίτλους, βασιζόμενη στην υπεροχή ισχύος και την αξιοπιστία ενός μονοθεσίου τετραετίας (της 312Τ του 1975), του οποίου το αμάξωμα είχε εξελιχθεί για να διαμορφώσει την 4η γενιά της, την 312T4.
Το GP Νότιας Αφρικής αποτελούσε τον 3ο γύρο της σεζόν του 1979, και διεξήχθη Σάββατο, στις 3 Μαρτίου. Ο Νοτιοαφρικανός Jody Scheckter είχε προσχωρήσει στη Ferrari ως ένας έμπειρος οδηγός που αντικαθιστούσε τον Carlos Reutemann. O Αργεντίνος είχε μεταβεί στην Πρωταθλήτρια Lotus για μία καλύτερη πορεία, αλλά συνάντησε μπροστά του ένα πολύ κακό μονοθέσιο, όπως προαναφέρθηκε. Ο Scheckter, που είχε επικρατήσει στον αγώνα της πατρίδας του το 1975, με την Tyrrell 007, πλαισίωσε στη Ferrari τον νεαρό Gilles Villeneuve.
H πρωτοπορία του poleman Jean-Pierre Jabouille με τη Renault (το μοναδικό μονοθέσιο του grid που διέθετε V6 turbo κινητήρα 1,5 λίτρου, αντί για 3λιτρο ατμοσφαιρικό, ως επί το πλείστο Cosworth V8) διήρκεσε μόλις ένα γύρο, πριν ο Villeneuve προσπεράσει τόσο τον team-mate του, όσο και τον Γάλλο, για να τεθεί επικεφαλής. Ωστόσο, ο αγώνας διακόπηκε με κόκκινη σημαία λόγω βροχής, στο τέλος του δεύτερου γύρου.
Στην επανεκκίνηση, ο Scheckter πήρε το ρίσκο να ξεκινήσει με σλικ ελαστικά σε βρεγμένη πίστα, σε αντίθεση με τον Villeneuve, ο οποίος βρέθηκε στην πρωτοπορία έχοντας ξεκινήσει με ελαστικά βροχής και εισήλθε στα pits για να τα αντικαταστήσει με σλικ στο τέλος του 15ου γύρου (από τους 78), για να πέσει μόλις 2ος, παρότι τότε τα pits stop διακρούσαν πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι σήμερα.
Με πιο φρέσκα ελαστικά, ο Καναδός καταδίωξε τον επικεφαλής Scheckter και κατάφερε να περάσει ξανά στην πρωτοπορία 25 γύρους πριν από την καρό σημαία. Έτσι, ο Villeneuve κατέκτησε τη 2η από τις 6 νίκες της καριέρας του, στο «1-2» της Ferrari, με 2ο τον Scheckter, που θα κατακτούσε τον τίτλο εκείνη τη σεζόν, τον τελευταίο της Scuderia στο Πρωτάθλημα Οδηγών έως το 2000 και τον Michael Schumacher. Το βάθρο εκείνη την ημέρα συμπλήρωσε ο Jean-Pierre Jarier με Tyrrell.