Ο 19χρονος Ιταλός Andrea Kimi Antonelli ολοκλήρωσε την πρώτη του σεζόν στη Formula 1, κατά την οποία αγωνίστηκε με την ομάδα της Mercedes, αντικαθιστώντας τον Lewis Hamilton. Ήταν μία χρονιά γεμάτη μαθήματα για τον νεαρό Ιταλό. Στο μέσο της σεζόν, με τη Mercedes να πειραματίζεται -αποτυχημένα- με μία καινούργια πίσω ανάρτηση, αμφότεροι οι οδηγοί δυσκολεύτηκαν, αλλά ο Antonelli περισσότερο.
Δεν έλειψαν όμως και τα πολύ καλά αποτελέσματα, όπως η pole position στο σπριντ του GP Μαϊάμι, το πρώτο του βάθρο στο GP Καναδά και το εξαιρετικό Σαββατοκύριακο που πραγματοποίησε στο Σάο Πάολο, όπου ήταν 2ος σε σπριντ και αγώνα και ήταν ανώτερος του έμπειρου team-mate του στη Mercedes, George Russell.
Ποια πιστεύει όμως ο ίδιος ότι ήταν η καλύτερη στιγμή του; Ο Antonelli δήλωσε σε μία συνέντευξη στο ιταλικό Motorsport: «Είναι δύσκολο να διαλέξω μία. Υπήρξαν τόσες πολλές όμορφες στιγμές, ο πρώτος αγώνας στη Μελβούρνη, η πρώτη pole στη Μαϊάμι, το πρώτο βάθρο στον Καναδά, καθώς και το Σαββατοκύριακο στη Βραζιλία. Αλλά πιστεύω ότι η πιο όμορφη στιγμή δεν έχει έρθει ακόμα».
«Έχω ωριμάσει πολύ ψυχολογικά, νιώθω ότι έχω διανύσει μια πορεία που με έχει κάνει πιο ώριμο από όλες τις απόψεις. Μπορώ να πω ότι έχει αλλάξει πολύ. Όταν σκέφτομαι σήμερα το Μελβούρνη, θυμάμαι πόσο νευρικός ήμουν στο μονοθέσιο, ενώ τώρα είναι εντελώς διαφορετικά. Υπήρξε μια πρώτη φάση, θα έλεγα θετική, που ξεκίνησε στη Μελβούρνη και διήρκεσε μέχρι το Grand Prix Καναδά».
«Ήταν μια περίοδος μεγάλης μάθησης, έπρεπε να εξοικειωθώ με τον κόσμο της Formula 1 ζώντας πολλές νέες εμπειρίες, πολύ περισσότερες από ό,τι μπορούσα να φανταστώ πριν από την έναρξη της σεζόν. Μετά το Μόντρεαλ ξεκίνησε μια δύσκολη περίοδος, μια φάση στην οποία δεν έβλεπα τα βήματα προόδου που περίμενα, και αυτό είχε αντίκτυπο και στο ηθικό μου, ήταν ψυχολογικά δύσκολο».
«Στη συνέχεια, από το Μπακού και μετά, η σεζόν επέστρεψε σε αυτό που ήθελα, και τώρα μπορώ να πω ότι το γεγονός ότι κατάφερα να ξεπεράσω μια δύσκολη περίοδο μου έδωσε μια επιπλέον ώθηση σε ψυχολογικό επίπεδο. Το να αφήσω πίσω μου πολύ δύσκολους μήνες δεν ήταν εύκολο, ήταν μια σκληρή αλλά χρήσιμη δοκιμασία».
«Η επιστροφή στην παλιά πίσω ανάρτηση, που έγινε ήδη από το Σαββατοκύριακο στο Zandvoort, με βοήθησε πολύ, αλλά η αλλαγή ήταν κυρίως μια ψυχολογική ανανέωση. Επανέφερα την προσοχή μου στον στόχο, στα βασικά: να οδηγώ καλά, να κάνω τα σωστά πράγματα κάθε φορά που έμπαινα στο μονοθέσιο, όπως και πριν από αυτό».
«Σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο είχα χάσει λίγο τον προσανατολισμό μου, ένιωθα μεγάλη απογοήτευση και άρχισα να σκέφτομαι υπερβολικά το τελικό αποτέλεσμα. Κάθε φορά που έμπαινα στο μονοθέσιο, ασκούσα μεγάλη πίεση στον εαυτό μου και δεν επικεντρωνόμουν στο να οδηγήσω καλά. Όλα αυτά με έκαναν πιο νευρικό και τα αποτελέσματα συνέχιζαν να μην έρχονται».
«Μετά τη Monza, έγινε μια συνάντηση μεταξύ εμού, του Toto (Wolff, επικεφαλής της ομάδας) και του Bono (Peter Bonnington, μηχανολόγος αγώνων του Antonelli) και μετά από αυτή τη συνάντηση είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να κάνω μία επανεκκίνηση και να ξεκινήσω από το μηδέν».
«Μου είπαν κατά πρόσωπο τι σκέφτονταν για τις επιδόσεις μου, ειδικά για τη Monza. Ωστόσο, ήταν μια εποικοδομητική κριτική που δέχτηκα θετικά, και αυτό με βοήθησε να κάνω μια επανεκκίνηση και να βρω την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να πω: “Εντάξει, τώρα τα πράγματα θα αλλάξουν”. Και άλλαξαν».
«Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο υπήρχαν πολλές φήμες. Ήδη περνούσα μια δύσκολη φάση και το να δέχομαι επιπλέον πιέσεις από έξω (φήμες για το μέλλον του) σίγουρα δεν με βοήθησε. Ήμουν ενήμερος ότι είχα μακροπρόθεσμο συμβόλαιο, αλλά ορισμένες φήμες σε κάνουν να σκέφτεσαι πολλά. Είναι δύσκολες στιγμές από ψυχολογική άποψη, κάτι που σε ακολουθεί ακόμα και όταν μπαίνεις στο μονοθέσιο. Ξέρω ότι με περιμένουν και άλλα εμπόδια, αλλά σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, σήμερα έχω μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το τι με περιμένει».
«Το χειρότερο Σαββατοκύριακο ήταν αυτό του Spa. Έφτασα στο Βέλγιο σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για μένα και εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν ένα μεγάλο χτύπημα. Αλλά στο Λας Βέγκας, για πρώτη φορά ένιωσα μια μοναδική αίσθηση. Έπρεπε να ανακάμψω μετά από μια απογοητευτική εμφάνιση στις κατατακτήριες δοκιμές. Βρήκα τον ρυθμό μου και άρχισα να νιώθω σαν να βρισκόμουν σε ένα τούνελ: έκανα τα πάντα αυτόματα, χωρίς να το σκέφτομαι πολύ».
«Ήταν σαν να είχα ενεργοποιήσει τον αυτόματο πιλότο, οδηγούσα και δεν είχα την ακριβή αντίληψη κάθε κίνησης, όλα έρχονταν με φυσικό τρόπο, όλα αυτόματα. Θυμάμαι ότι ενώ βίωνα αυτή την πολύ ιδιαίτερη αίσθηση, με ενοχλούσε σχεδόν να ακούω τα μηνύματα του Bono μέσω ασυρμάτου, γιατί με έφερναν πίσω στην πραγματικότητα. Ήταν προφανώς χρήσιμες πληροφορίες, αλλά με έβγαζαν από εκείνο το τούνελ. Βίωσα μια υπέροχη αίσθηση, οδηγούσα χωρίς να σκέφτομαι τίποτα άλλο, μόνο με το ένστικτό μου».
Υπήρξαν στιγμές όμως, που έβλεπε τους χρόνους του team-mate του, George Russell, στις κατατακτήριες δοκιμές και αναρωτιόταν πώς το κάνει αυτό ο Βρετανός: «Δεν έχω πρόβλημα να παραδεχθώ ότι αυτό συνέβη πολλές φορές. Η γενιά μονοθέσιων του 2025 δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί, όπως και τα ελαστικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το όριο ήταν τόσο υψηλό που με έκανε να ολοκληρώσω έναν γύρο κατατακτήριων δοκιμών με την αίσθηση ότι έκανα καλή δουλειά. Στη συνέχεια, κοιτάζοντας την τηλεμετρία του George, συνειδητοποιούσα ότι μπορούσα να τολμήσω πολύ περισσότερα».
«Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κατάλαβα ότι πίεζα υπερβολικά ή πολύ λίγο, χάρη στη σύγκριση με τον George. Πιστεύω πραγματικά ότι είναι ένας από τους πιο δυνατούς οδηγούς του grid και το έχει αποδείξει πολλές φορές. Έκανε μια εξαιρετική σεζόν και αυτό με βοήθησε πολύ να καταλάβω πού μπορεί να γίνει η διαφορά, για παράδειγμα στη χρήση των ελαστικών, με βοήθησε να πιέσω περισσότερο τον εαυτό μου».
«Η γενιά ελαστικών που χρησιμοποιήσαμε φέτος είναι πολύ ευαίσθητη, πρέπει να ξέρεις εκ των προτέρων τι να κάνεις σε κάθε κατάσταση, μερικές φορές αν γλιστρήσεις χάνεις χρόνο, άλλες φορές είναι ζωτικής σημασίας. Θα αναφέρω ως παράδειγμα τις κατατακτήριες δοκιμές στο Λας Βέγκας. Σε εκείνη την πίστα, με τις πολύ κρύες συνθήκες, το να γλιστράς το ελαστικό στην είσοδο της στροφής σου εξασφάλιζε μεγαλύτερη πρόσφυση, επειδή οι θερμοκρασίες ήταν τόσο χαμηλές που απαιτούσαν επιπλέον βοήθεια για να διατηρηθούν τα ελαστικά στο σωστό πλαίσιο».
«Αντιθέτως, αν γλιστρήσουν τα ελαστικά στις κατατακτήριες δοκιμές στη Σιγκαπούρη, λες αντίο στην πρόσφυση, φτάνεις στις τελευταίες στροφές χωρίς έλεγχο. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν στην πραγματικότητα την εμπειρία ενός οδηγού, κάτι που χτίζεις αγώνα με αγώνα».
Από την πλευρά του, o Τoto Wolff πιστεύει ότι ο Antonelli θα χρειαστεί χρόνο να αγγίξει το μέγιστο των δυνατοτήτων του: «Σε 3-5 χρόνια από τώρα περιμένουμε να φτάσει το peak του. Και αυτός είναι ο χρόνος που πρέπει να του δώσουμε. Υπάρχει και ο ανθρώπινος παράγοντας. Πρέπει να ωριμάσεις ως νέος άνθρωπος, να αντιμετωπίσεις τη δυναμική και την πίεση αυτού του περιβάλλοντος. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση».





