Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ετοιμάζεται να προωθήσει νέους κανονισμούς που θα αφορούν την κυκλική οικονομία στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Τα μέτρα θα θεσπίσουν ουσιαστικά νέα δεδομένα, διασφαλίζοντας ότι όλα τα νέα οχήματα θα σχεδιάζονται με τέτοιον τρόπο που θα υποστηρίζεται η ανακύκλωση και η ανάκτηση όλων των υλικών.
Τα μέτρα αυτά θα καλύπτουν ουσιαστικά ολόκληρο τον κύκλο ζωής των οχημάτων, από τον σχεδιασμό μέχρι την ανακύκλωσή τους. Οι νέοι κανονισμοί θα εφαρμόζονται σε επιβατικά αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά αυτοκίνητα, με επιπλέον επεκτάσεις στις απαιτήσεις επεξεργασίας (συλλογή, απολύμανση, υποχρεωτική αφαίρεση εξαρτημάτων) ώστε να περιλαμβάνονται και τα βαρέα οχήματα (όπως φορτηγά), οι μοτοσυκλέτες και τα οχήματα ειδικού σκοπού.
Ορίζονται, επίσης, νέοι υποχρεωτικοί στόχοι για τα ανακυκλωμένα υλικά στα νέα αυτοκίνητα – ιδιαίτερα τα πλαστικά. Εντός δεκαετίας οι εταιρείες θα πρέπει να αξιοποιούν ανακυκλωμένα υλικά σε ποσοστό 25%, ενώ εντός εξαετίας το ποσοστό πρέπει να έχει ήδη φτάσει το 15%. Τουλάχιστον το 20% του ανακυκλωμένου πλαστικού πρέπει να προέρχεται από «ανακύκλωση κλειστού κύκλου» (δηλαδή από υλικά που προέρχονται από οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους).
Οι αλλαγές αυτές έρχονται για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «εξαφανισμένων οχημάτων». Κάθε χρόνο περίπου 3,5 εκατομμύρια οχήματα εξαφανίζονται από τους ευρωπαϊκούς δρόμους χωρίς ίχνη και στην συνέχεια εξάγονται, διατίθενται παράνομα ή αποσυναρμολογούνται και περνούν στην αγορά ως ανταλλακτικά. Με την νέα νομοθεσία έρχονται και αυστηρότεροι κανόνες για τη διάκριση ανάμεσα σε ένα «μεταχειρισμένο» αυτοκίνητο και ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται «στο τέλος του κύκλου ζωής του».
Πλέον θα υπάρχουν οριστικοί προσδιορισμοί για το πότε ένα όχημα θεωρείται «απόβλητο» – για παράδειγμα όταν η ασφαλιστική εταιρεία υπολογίζει ότι το κόστος επισκευής ενός αυτοκινήτου είτε λόγω βλάβης είτε λόγω ατυχήματος ξεπερνά την αξία μεταπώλησης. Όταν το όχημα πληροί αυτά τα κριτήρια θα απαγορεύεται ρητά η πώλησή του ως «μεταχειρισμένο». Αυτά τα οχήματα στην πορεία θα θεωρούνται «ακατάλληλα» για κυκλοφορία, ώστε να αποφεύγεται και η εξαγωγή τους σε τρίτες χώρες.
Προς το παρόν τα μέτρα θα πρέπει να εγκριθούν τόσο από το Συμβούλιο όσο και από το Κοινοβούλιο, ενώ αναμένεται να εφαρμοστούν 2 έτη μετά την έναρξη ισχύος τους.